sabato 14 aprile 2012

Wolfi Landstreicher – Από την πολιτική στη ζωή: απαλλάσσοντας την αναρχία από την αριστερή μυλόπετρα


Το συγκεκριμένο κείμενο ασκεί κριτική στην αριστερό τρόπο σκέψης και στις πρακτικές που χρησιμοποιεί και προσπαθεί να διαχωρίσει απ’ αυτόν την αναρχία.

Από τον καιρό που ο αναρχισμός ορίστηκε πρώτα σαν ένα ξέχωρο ριζοσπαστικό κίνημα έχει συνδεθεί με την αριστερά, αλλά η σύνδεση ήταν πάντα δύσκολη. Οι αριστεροί που ήταν σε θέση εξουσίας (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί όπως οι ηγέτες του CNT και του FAI στην Ισπανία στο 1936-37) βρήκαν τον αναρχικό στόχο της ολοκληρωτικής μετατροπής της ζωής και την απορρέουσα αρχή, πως οι στόχοι θα πρέπει ήδη να υπάρχουν στα μέσα του αγώνα, να είναι ένα εμπόδιο στα πολιτικά τους προγράμματα. Η πραγματική εξέγερση ξεσπάει πάντα μακριά από κάθε πολιτικό πρόγραμμα, και οι πιο συνεπείς αναρχικοί είδαν την πραγματοποίηση των ονείρων τους ακριβώς σ’ αυτό το άγνωστο, μακρινό μέρος. Ακόμη, καιρό με τον καιρό, όταν οι φλόγες της εξέγερσης κόπασαν (ακόμα και περιστασιακά όπως στην Ισπανία το 1936-37 αν και ήταν ζωηρές), ηγετικοί αναρχικοί θα έβρισκαν ξανά τη θέση τους σαν «τη συνείδηση της αριστεράς». Αλλά αν η έκταση των αναρχικών ονείρων και οι αρχές που αυτή εφαρμόζει ήταν ένα εμπόδιο στα πολιτικά σχήματα της αριστεράς, αυτά τα σχήματα ήταν μια πολύ μεγαλύτερη μυλόπετρα γύρω από το λαιμό του αναρχικού κινήματος, παρασύροντας το προς τα κάτω με το «ρεαλισμό» πως δεν μπορεί να ονειρεύεται.

Για την αριστερά, ο κοινωνικός αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση είναι απαραίτητα ένα πολιτικό πρόγραμμα προς υλοποίηση χρησιμοποιώντας κάθε μέσο που είναι ωφέλιμο. Μια τέτοια αντίληψη προφανώς χρειάζεται μια πολιτική μεθοδολογία αγώνα και μια τέτοια μεθοδολογία είναι αναγκασμένη να αντικρούσει μερικές βασικές αναρχικές ιδέες. Πρώτα απ’ όλα, η πολιτική σαν μια διακριτή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης είναι ο διαχωρισμός των αποφάσεων που καθορίζουν της ζωές μας από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Αυτός ο διαχωρισμός εδρεύει σε θεσμούς που παίρνουνε και επιβάλλουνε εκείνες τις αποφάσεις. Έχει μικρή σημασία πόσο δημοκρατικοί ή συναινετικοί είναι αυτοί οι θεσμοί: ο διαχωρισμός και η θεσμοποίηση σύμφυτοι με την πολιτική πάντα αποτελούνε μια επιβολή απλά επειδή απαιτούνε οι αποφάσεις να παίρνονται πριν τις καταστάσεις από τις οποίες ανάγονται. Οι σπόροι της ιδεολογικής σκέψης – στην οποία οι ιδέες ορίζουν τις δραστηριότητες των ατόμων αντί να εξυπηρετούν τα άτομα να αναπτύξουν τα σχέδιά τους, συναντώνται εδώ, αλλά θα προχωρήσω σ’ αυτό αργότερα. Ίσης σημασίας από μια αναρχική προοπτική είναι το γεγονός πως η εξουσία έγκειται σ’ αυτούς τους θεσμούς που αποφασίζουν και εκβιάζουν. Και η αριστερίστικη αντίληψη του κοινωνικού αγώνα είναι ακριβώς αυτή, της επιρροής, της ανάληψης ή της δημιουργίας εναλλακτικών θεσμών. Με άλλα λόγια, είναι ένας αγώνας για να τροποποιήσει, όχι για να καταστρέψει θεσμοθετημένες εξουσιαστικές σχέσεις.

Αυτή η (αριστερίστικη) αντίληψη αγώνα με την προγραμματική της βάση απαιτεί μια οργάνωση ως μέσο διεξαγωγής του αγώνα. Η οργάνωση αντιπροσωπεύει τον αγώνα, επειδή είναι η συμπαγής έκφραση του προγράμματός της. Αν οι εμπλεκόμενοι ορίσουν το πρόγραμμα σαν επαναστατικό και αναρχικό, έρχεται να αντιπροσωπεύσει την επανάσταση και την αναρχία για αυτούς, τότε η δύναμη της οργάνωσης ισούται με τη δύναμη του επαναστατικού και αναρχικού αγώνα. Ένα τέτοιο ξεκάθαρο παράδειγμα βρίσκεται στην Ισπανική επανάσταση όπου η ηγεσία του CNT αφού ενέπνευσε τους εργάτες και τους χωρικούς της Καταλονίας να απαλλοτριώσουνε τα μέσα παραγωγής (όπως και τα όπλα με τα οποία σχημάτισαν τις ελεύθερες πολιτοφυλακές τους), δεν διέλυσε την οργάνωση και δεν επέτρεψε στους εργάτες να εξερευνήσουν την αναδημιουργία της κοινωνικής ζωής με τους δικούς τους όρους, αλλά αντίθετα ανέλαβε τη διοίκηση της παραγωγής. Αυτή η σύγχυση με το συνδικάτο να αναλαμβάνει τη διοίκηση της αυτό-οργάνωσης των εργατών είχε αποτελέσματα που μπορούν να μελετηθούν από οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να δει τα γεγονότα κριτικά. Όταν ο αγώνας ενάντια στην άρχουσα τάξη είναι έτσι διαχωρισμένος από τα άτομα που τον διεξάγουνε και εναποτίθεται στα χέρια της οργάνωσης, παύει να είναι το αυτοπροσδιορισμένο σχέδιο αυτών των ατόμων και αντιθέτως γίνεται μια εξωτερική αιτία στην οποία αυτά προσκολλώνται. Επειδή αυτή η αιτία ταυτίζεται με την οργάνωση, η πρωταρχική δραστηριότητα των ατόμων που προσκολλώνται σ’ αυτή είναι η διατήρηση και η επέκταση της οργάνωσης.

Στην πραγματικότητα, η αριστερή οργάνωση είναι το μέσο με το οποίο η αριστερά σχεδιάζει να μετατρέψει τις θεσμοθετημένες σχέσεις εξουσίας. Είτε αυτό γίνει μέσω της απεύθυνσης στους σημερινούς κυβερνώντες και την άσκηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, είτε μέσω της συλλογικής ή βίαιης κατάκτησης της θέσης εξουσίας, είτε μέσω της θεσμικής απαλλοτρίωσης των μέσων παραγωγής είτε μέσω ενός συνδυασμού αυτών είναι μικρής σημασίας. Για να το πετύχει αυτό η οργάνωση προσπαθεί να μετατρέψει τον εαυτό της σε μια εναλλακτική εξουσία ή σε μια αντιεξουσία: αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να ενστερνιστεί τη σημερινή ιδεολογία της εξουσίας π.χ. δημοκρατία. Δημοκρατία είναι εκείνο το σύστημα διαχωρισμένων και θεσμοθετημένων τρόπων λήψεων αποφάσεων που απαιτεί τη δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης για να προχωρήσουν τα προγράμματα. Αν και η εξουσία πάντα έγκειται στον εξαναγκασμό, στη δημοκρατική δομή δικαιολογείται μέσω της συγκατάθεσης πως μπορεί να επικρατήσει. Αυτός είναι ο λόγος που είναι απαραίτητο για την αριστερά να αναζητά όσους περισσότερους οπαδούς γίνεται, να καταγράφει νούμερα προς υποστήριξη των προγραμμάτων της. Γι’ αυτό στην προσκόλλησή της στη δημοκρατία, η αριστερά πρέπει να ενστερνιστεί την ποσοτική ψευδαίσθηση.

Η προσπάθεια να κερδίσει οπαδούς απαιτεί την απεύθυνση στο χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Έτσι αντί να φέρει μια ζωτική θεωρητική εξερεύνηση η αριστερά αναπτύσσει μια σειρά απλοϊκών δογμάτων μέσω των οποίων βλέπει τον κόσμο και επιπλέον μια λιτανεία από ηθικές βιαιότητες που έχουν διαπραχθεί από τους σύγχρονους κυβερνώντες στις οποίες οι αριστεροί ελπίζουν να έχουν μαζική απήχηση. Κάθε αμφισβήτηση ή εξερεύνηση έξω από το ιδεολογικό πλαίσιο καταδικάζεται σφοδρά ή αντιμετωπίζεται χωρίς κατανόηση. Η ανικανότητα για σοβαρή θεωρητική εξερεύνηση είναι το κόστος της αποδοχής της ποσοτικής ψευδαίσθησης, σύμφωνα με την οποία αριθμοί οπαδών παρά την παθητικότητα και την άγνοιά τους, θεωρούνται η αντανάκλαση ενός δυνατού κινήματος και όχι η ποιότητα και η συνέπεια ιδεών και πρακτικής.

Η πολιτική αναγκαιότητα της απεύθυνσης προς “τις μάζες” επιπλέον οδηγεί την αριστερά να χρησιμοποιήσει τη μέθοδο των μερικών αιτημάτων από τους σημερινούς κυβερνώντες. Αυτή η μέθοδος είναι φυσικά αρκετά σύμφωνη με ένα σχέδιο μετατροπής σχέσεων εξουσίας, ακριβώς επειδή δεν προκαλεί αυτές τις σχέσεις στις ρίζες τους. Στην πραγματικότητα με το να έχεις αιτήματα από τους κυβερνώντες υποδηλώνεται πως απλές (αν και πιθανώς ακραίες) ρυθμίσεις των τωρινών σχέσεων επαρκούν για την πραγματοποίηση του προγράμματος της αριστεράς. Αυτό που δεν τίθεται αμφισβητείται σ’ αυτή τη μέθοδο είναι η ίδια η κυρίαρχη τάξη αφού αυτό θα απειλούσε την πολιτική δομή της αριστεράς.

Αυτό που εξυπακούεται σ’ αυτή τη προσέγγιση για μερική αλλαγή είναι το δόγμα της προοδευτικότητας ( στην πραγματικότητα, μια απ’ τις πιο δημοφιλείς ταμπέλες στις μέρες μας ανάμεσα σε αριστερούς και ελευθεριακούς – οι οποίοι μάλλον θα άφηναν πίσω αυτές τις άλλες αμαυρωμένες ταμπέλες – είναι ακριβώς η “προοδευτικότητα”. Προοδευτικότητα είναι η ιδέα πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι αποτέλεσμα μιας συνεχούς (αν και πιθανώς “διαλεκτικής”) πορείας βελτίωσης, και πως αν προσπαθήσουμε ( είτε μέσα από ψήφους, ψηφίσματα, δικαστικούς αγώνες, πολιτική ανυπακοή, πολιτική βία ή ακόμα και μέσα από κατάκτηση της εξουσίας, οτιδήποτε άλλο εκτός από την καταστροφή) μπορούμε να προχωρήσουμε αυτή τη διαδικασία ακόμη περισσότερο. Η έννοια της προόδου και της μερικής προσέγγισης που είναι το πρακτικό σημείο έκφρασης της σε μια άλλη ποσοτική όψη της αριστερής αντίληψης του κοινωνικού μετασχηματισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι απλά ζήτημα μοιρών, από τη θέση κάποιου κατά μήκος μια συνεχόμενης τροχιάς. Η σωστή ρύθμιση θα μας οδηγήσει “εκεί” (οπουδήποτε και αν βρίσκεται το “εκεί”). Ρεφορμισμός και επανάσταση είναι απλά διαφορετικά επίπεδα της ίδιας δραστηριότητας. Τέτοιοι είναι οι παραλογισμοί της αριστεράς η οποία παραμένει τυφλή στα συντριπτικά στοιχεία πως η μοναδική τροχιά στην οποία βρισκόμαστε τουλάχιστον, η άνοδος του καπιταλισμού και του βιομηχανισμού, είναι η αυξανόμενη φτώχεια της ύπαρξης και αυτό δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί.

Η μερική προσέγγιση και η πολιτική ανάγκη για κατηγοριοποίηση οδηγεί επίσης την αριστερά στο να αξιολογεί ανθρώπους υπό τους όρους οτι αποτελούν μέλη διαφόρων καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων ομάδων όπως “εργάτες” , “γυναίκες”, ” έγχρωμοι” γκέι και λεσβίες” και πάει λέγοντας. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι η βάση της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πολιτική των ταυτοτήτων είναι ιδιαίτερη μορφή ψεύτικης αντιπαράθεσης στην οποία οι καταπιεσμένοι διαλέγουνε να ταυτιστούνε με μια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία μέσω της οποίας η καταπίεσή τους ενισχύεται σαν μια υποτιθέμενη δράση αψήφησης της περιφρόνησης της καταπίεσής τους. Στην πραγματικότητα η συνεχόμενη ταύτιση με αυτόν το κοινωνικό ρόλο περιορίζει την ικανότητα αυτών που ασκούν πολιτική των ταυτοτήτων να αναλύσουν τη κατάστασή τους στη κοινωνία εις βάθος και να δράσουν ως άτομα ενάντια στη καταπίεσή τους. Συνεπώς αυτό εγγυάται τη συνέχιση των κοινωνικών σχέσεων που προκαλούν τη καταπίεσή τους. Αλλά μόνο ως μέλη κατηγοριών αυτοί οι άνθρωποι είναι χρήσιμα πιόνια στους πολιτικούς ελιγμούς της αριστεράς, επειδή τέτοιες κοινωνικές κατηγορίες αναλαμβάνουν το ρόλο ομάδων πίεσης και εξουσίας εντός της δημοκρατικής δομής.

Η πολιτική λογική της αριστεράς με τις οργανωτικές της ανάγκες, την υιοθέτηση της δημοκρατίας και την ποσοτική ψευδαίσθηση και την αξιολόγηση των ατόμων ως απλά μέλη κοινωνικών κατηγοριών, είναι από τη φύση της συλλογική καταπνίγοντας το άτομο ώς τέτοιο. Αυτό εκφράζεται με την προτροπή προς τα άτομα να θυσιάσουν τον εαυτό τους στις ποικίλες αιτίες, προγράμματα και οργανώσεις της αριστεράς. Πίσω απ’ αυτές τις προτροπές μπορεί κάποιος να εντοπίσει τις χειραγωγικές ιδεολογίες της συλλογικής ταυτότητας, της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας “προνομιούχας” ομάδας – “στρέιτ” , “λευκοί”, “άντρες”, “πρωτοκοσμικοί”, “μεσοαστοί” έχουν ευθύνη για όλη την καταπίεση που αποδίδεται στην ομάδα. Αυτοί λοιπόν χειραγωγούνται με το να δρουν έτσι ώστε να εξιλεωθούνε απ’ αυτά τα “εγκλήματα”, παρέχοντας υποστήριξη άνευ κριτικής στα κινήματα εκείνων που είναι πιο καταπιεσμένοι απ’ οτι οι ίδιοι. Άτομα που ορίζονται ως κομμάτια μιας καταπιεσμένης ομάδας χειραγωγούνται με το να δέχονται μια συλλογική ταυτότητα στα πλαίσια μιας υποχρεωτικής “αλληλεγγύης” – αδελφότητα, εθνικισμός μαύρων, queer ταυτότητα κ.τ.λ. Αν αυτοί απορρίψουν ή κριτικάρουν βαθιά και ριζοσπαστικά αυτή την ομαδική ταυτότητα αυτό ισούται με την αποδοχή της δικιάς τους καταπίεσης .Στην πραγματικότητα το άτομο που δρα μόνος του ή μόνη της (ή μόνο με αυτούς που έχει αναπτύξει αληθινή εγγύτητα) ενάντια στην καταπίεσή του/της και την εκμετάλλευση όπως τη βιώνει στη ζωή του/της, κατηγορείται για “ελιτίστικο ατομικισμό”, παρά το γεγονός πως παλεύει ακριβώς ενάντια στην αλλοτρίωση, στο διαχωρισμό και τον ατομισμό που είναι έμφυτο αποτέλεσμα της συλλογικής αλλοτριωμένης κοινωνικής δραστηριότητας που το κράτος και το κεφάλαιο – η επονομαζόμενη “ελιτιστική κοινωνία” μας επιβάλλει.

Επειδή η αριστερά είναι η ενεργή αντίληψη του κοινωνικού αγώνα ως πολιτικό πρόγραμμα, είναι ιδεολογική από πάνω μέχρι κάτω. Ο αγώνας που διεξάγει η αριστερά δεν λαμβάνει υπ όψιν του τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τα όνειρα των ζωντανών ατόμων εκμεταλλευόμενων, καταπιεσμένων, κυριαρχημένων και αποστερημένων από αυτή τη κοινωνία. Δεν πρόκειται για τη δραστηριότητα των ανθρώπων που πασχίζουν να επανοικειοποιηθούν τη ζωή τους και αναζητούν τα απαραίτητα εργαλεία για να το κάνουν. Αντιθέτως είναι ένα διατυπωμένο πρόγραμμα στα μυαλά των αριστερών ηγετών ή στις οργανωτικές συναντήσεις που υπάρχει πέρα και πριν τους ατομικούς αγώνες των ανθρώπων και στο οποίο αυτοί οι τελευταίοι πρόκειται να ενταχθούν. Όποιο και αν είναι το σύνθημα του προγράμματος – σοσιαλισμός, κομμουνισμός, αναρχισμός, αδελφότητα, Αφρικανοί, δικαιώματα των ζώων, απελευθέρωση της γης. πριμιτιβισμός, εργατική αυτοδιεύθυνση κ.τ.λ. κ.τ.λ. – δεν παρέχει ένα εργαλείο για τα άτομα ώστε να το χρησιμοποιήσουν στους δικούς τους αγώνες ενάντια στη κυριαρχία, αλλά απαιτεί από τα άτομα να ανταλλάξουν την κυριαρχία της άρχουσας τάξης με την κυριαρχία του αριστερού προγράμματος. Με άλλα λόγια απαιτεί από τα άτομα να συνεχίσουν να εγκαταλείπουν την ικανότητά τους να καθορίζουν τη δική τους ύπαρξη.

Στα καλύτερά της η αναρχική προσπάθεια ήταν από πάντα η συνολική μετατροπή της ύπαρξης βασισμένη στην επανοικιοποίηση της ζωής από κάθε άτομο ξεχωριστά, που δρα με ελεύθερη συναναστροφή με άλλους της επιλογής του. Αυτό το όραμα μπορεί να βρεθεί στα πιο ποιητικά γραπτά σχεδόν κάθε γνωστού αναρχικού, και είναι αυτό που έκανε τον αναρχισμό “τη συνείδηση της αριστεράς”. Αλλά ποια η χρησιμότητα του να γίνει η συνείδηση ενός κινήματος που δεν μοιράζεται και δεν μπορεί να μοιραστεί το πλάτος και το βάθος των ονείρων κάποιου, αν αυτός ο κάποιος επιθυμεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά του; Στην ιστορία του αναρχικού κινήματος αυτές οι προοπτικές και πρακτικές , πολύ κοντινές στην αριστερά, όπως ο αναρχοσυνδικαλισμός και ο πλατφορμισμός περιείχαν πάντα πολύ λιγότερο το όνειρο και πολύ περισσότερο το πρόγραμμα. Τώρα που η αριστερά έχει πάψει να είναι μια σημαντική δύναμη με κάθε διακριτό τρόπο από την υπόλοιπη πολιτική σφαίρα τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, δεν υπάρχει φυσικά λόγος να συνεχίσουμε να κουβαλάμε αυτή τη μυλόπετρα γύρω απ ‘ το λαιμό μας. Η συνειδητοποίηση των αναρχικών ονείρων, των ονείρων κάθε ατόμου ικανού ακόμα να ονειρεύεται και να επιθυμεί ανεξάρτητα, να είναι αυτόνομος δημιουργός της δικιάς του ύπαρξης απαιτεί μια συνειδητή και αυστηρή ρήξη με την αριστερά. Στο ελάχιστο αυτή η ρήξη θα σήμαινε:

1. Την απόρριψη της πολιτικής αντίληψης του κοινωνικού αγώνα, μια αναγνώριση πως ο επαναστατικός αγώνας δεν είναι ένα πρόγραμμα, αλλά αντιθέτως είναι ο αγώνας για την ατομική και την κοινωνική επανοικιοποίηση της ολότητας της ζωής. Ως τέτοια είναι από τη φύση της αντί-πολιτική. με άλλα λόγια, αντιτίθεται σε κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης – και κάθε μέθοδο αγώνα – στην οποία οι αποφάσεις για το πως να ζεις και να αγωνίζεσαι είναι διαχωρισμένες από την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων άσχετα με το πόσο δημοκρατική και συμμετοχική μπορεί να είναι αυτή η διαχωρισμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

2. Την απόρριψη του οργανωτισμού, εννοώντας με αυτό την απόρριψη της ιδέας πως κάποια οργάνωση μπορεί να αντιπροσωπεύσει εκμεταλλευόμενα άτομα ή ομάδες, κοινωνικό αγώνα, επανάσταση ή αναρχία. Επομένως την απόρριψη επίσημων οργανώσεων – κομμάτων, ενώσεων, ομοσπονδιών και τέτοιων – οι οποίες εξαιτίας της προγραμματικής τους φύσης αναλαμβάνουν ένα τέτοιο ρόλο αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν σημαίνει την απόρριψη της ικανότητας να οργανώνεις ειδικές δραστηριότητες απαραίτητες στον επαναστατικό αγώνα, αλλά αντιθέτως την απόρριψη της υποταγής της οργάνωσης δουλειών και σχεδίων στην τυποποίηση ενός οργανωτικού προγράμματος. Η μόνη δουλειά που απαιτεί επίσημη οργάνωση είναι η ανάπτυξη και η διατήρηση μιας επίσημης οργάνωσης.

3. Την απόρριψη της δημοκρατίας και της ποσοτικής ψευδαίσθησης. Την απόρριψη της οπτικής πως ο αριθμός των οπαδών μιας αιτίας, ιδέας ή προγράμματος είναι αυτό που καθορίζει τη δύναμη του αγώνα, κι όχι η ποιοτική αξία της πρακτικής αγώνα σαν μια επίθεση ενάντια στους θεσμούς κυριαρχίας και σαν επανοικειοποίηση της ζωής. Την απόρριψη κάθε θεσμοποιημένου ή τυποποιημένου τρόπου λήψης αποφάσεων και στην πραγματικότητα κάθε αντίληψης των τρόπων λήψης αποφάσεων σαν μια στιγμή διαχωρισμένη από τη ζωή και την πρακτική. Την απόρριψη επιπλέον της ευαγγελιστικής μεθόδου που πασχίζει να κατακτήσει τις μάζες. Μια τέτοια μέθοδος θεωρεί πως η θεωρητική εξερεύνηση έχει ένα τέλος και πως κάποιος έχει την απάντηση στην οποία όλοι θα προσκολληθούν και πως επομένως κάθε μέθοδος είναι αποδεκτή για τη διάδοση του μηνύματος, ακόμα και αν αυτή η μέθοδος αντικρούει ό,τι λέμε. Αυτό οδηγεί κάποιον στο να αναζητά ακολουθητές που αποδέχονται τη θέση του αντί για συντρόφους και συνεργούς με τους οποίους να συνεχίσει τις εξερευνήσεις του. Την πρακτική αντί για να πασχίζεις να εκτελέσεις τα σχέδια κάποιου, όσο καλύτερα μπορείς με τρόπο συνεπή στις ιδέες, επιθυμίες και όνειρα αυτού του κάποιου, έτσι ώστε να ελκύσεις εν-δυνάμει συνενόχους με τους οποίους να αναπτύξεις σχέσεις εγγύτητας και να επεκτείνεις τη πρακτική της εξέγερσης.

4. Την απόρριψη του να έχεις αιτήματα από τους εξουσιαστές επιλέγοντας αντιθέτως μια πρακτική άμεσης δράσης και επίθεσης. Την απόρριψη της ιδέας πως μπορούμε να πραγματοποιήσουμε την επιθυμία μας για αυτοπροσδιορισμό μέσα από μερικές απαιτήσεις οι οποίες στην καλύτερη, προσφέρουν μόνο μια προσωρινή βελτίωση της βλαβερότητας της κοινωνικής τάξης του κεφαλαίου. Την αναγνώριση της αναγκαιότητας να επιτεθούμε σ’ αυτή τη κοινωνία στο σύνολό της, να επιτύχουμε μια πρακτική και θεωρητική γνώση σε κάθε μερικό αγώνα ενάντια στο σύνολο που πρέπει να καταστραφεί. Με τον ίδιο τρόπο την ικανότητα να βλέπουμε τι είναι δυνητικά επαναστατικό – τι έχει μετατοπιστεί πέρα από τη λογική αιτημάτων και μερικών αλλαγών – σε μερικούς αγώνες, από τη στιγμή, που τελικά κάθε ριζοσπαστική, εξεγερτική ρωγμή έχει πυροδοτηθεί από έναν αγώνα που άρχισε σαν μια προσπάθεια να κερδίσει μερικά αιτήματα αλλά που έχει μετατοπιστεί στην πράξη από το να απαιτεί ό,τι ήταν επιθυμητό στο να το αδράξει και με το παραπάνω.

5. Την απόρριψη της ιδέας της προόδου, της ιδέας πως η σημερινή τάξη πραγμάτων είναι το αποτέλεσμα μιας συνεχούς διαδικασίας βελτίωσης που μπορούμε να εξελίξουμε ακόμη περισσότερο, πιθανώς μέχρι και την αποθέωση της, αν προσπαθήσουμε. Την αναγνώριση πως η τωρινή τροχιά – την οποία οι κυβερνώντες και η πιστή ρεφορμιστική και “επαναστατική” αντίθεσή τους αποκαλούν “πρόοδο” – είναι από τη φύση της επιβλαβής για την ατομική ελευθερία, την ελεύθερη συναναστροφή, τις υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, την ολότητα της ζωής και του ίδιου του πλανήτη. Την αναγνώριση πως αυτή η τροχιά πρέπει να οδηγηθεί σε ένα τέλος και νέοι τρόποι ζωής και συσχετισμού να αναπτυχθούν αν σκοπεύoυμε πλήρη αυτονομία και ελευθερία. (Αυτό δεν οδηγεί απαραίτητα σε μια απόλυτη απόρριψη τεχνολογίας και πολιτισμού και μια τέτοια απόρριψη δεν αποτελεί την τελική γραμμή της ρήξης με την αριστερά, αλλά η απόρριψη της προόδου πιο πιθανά σημαίνει μια επιθυμία να εξετάσουμε και να αμφισβητήσουμε σοβαρά και κριτικά τον πολιτισμό, την τεχνολογία και ειδικά τη βιομηχανοποίηση. Αυτοί που δεν επιθυμούν να αναδεικνύουν τέτοια ερωτήματα το πιθανότερο είναι να συνεχίσουν να διατηρούν το μύθο της προόδου.)

6. Την απόρριψη της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η αναγνώριση, πως ενώ ποικίλες ομάδες εκμεταλλευόμενων βιώνουν την αποστέρησή τους με τρόπους συγκεκριμένους ανάλογα με την καταπίεση και την ανάλυση αυτών των συγκεκριμενοποιήσεων, είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε πλήρως πως η κυριαρχία λειτουργεί, παρ’ όλα αυτά η αποστέρηση είναι η κατεξοχήν αρπαγή της ικανότητας από καθέναν από μας σαν άτομα να δημιουργούμε τις ζωές μας με τους δικούς μας όρους σε ελεύθερη συναναστροφή με άλλους. Η επανοικειοποίηση της ζωής στο κοινωνικό επίπεδο όπως και η πλήρης επανοικειοποίηση της σε ατομικό επίπεδο μπορεί να συμβεί μόνο όταν σταματήσουμε να ταυτίζουμε τους εαυτούς μας απαραίτητα με όρους των κοινωνικών μας ταυτοτήτων.

7. Την απόρριψη του κολεκτιβισμού, της υποταγής του ατόμου στην ομάδα. Την απόρριψη της ιδεολογίας της συλλογικής ευθύνης (μια απόρριψη που δεν σημαίνει την άρνηση κοινωνικής ή ταξικής ανάλυσης αλλά απομακρύνει την ηθική κριτική από μια τέτοια ανάλυση και αρνείται την επικίνδυνη πρακτική του να κατηγορείς άτομα για δραστηριότητες που έχουν γίνει στο όνομα μιας κοινωνικής κατηγορίας ή έχουν αποδοθεί σε μια κοινωνική σε αυτή και της οποίας τους έχουν πει πως αποτελούν κομμάτια, αλλά για αυτό δεν είχανε καμία επιλογή – π.χ. Εβραίοι, γύφτοι, αρσενικοί, λευκοί κ.τ.λ.) Την απόρριψη της ιδέας πως ο καθένας, είτε εξαιτίας του “προνομίου” είτε εξαιτίας του οτι υποτίθεται πως είναι μέλος σε μια ξεχωριστή καταπιεζόμενη ομάδα, οφείλει άνευ κριτικής αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα ή κίνημα και την αναγνώριση πως μια τέτοια αντίληψη είναι μια μεγάλη παρεμπόδιση σε κάθε σοβαρή επαναστατική διαδικασία. Τη δημιουργία συλλογικών σχεδίων και δραστηριοτήτων για να εξυπηρετεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες των εμπλεκόμενων ατόμων και όχι το αντίθετο. Την αναγνώριση πως η βασική αλλοτρίωση που επιβάλλεται από το κεφάλαιο δεν βασίζεται σε καμία υπέρ-ατομικιστική ιδεολογία που ίσως προωθεί, αλλά αντιθέτως προκύπτει από το συλλογικό σχέδιο παραγωγής που αυτό επιβάλλει το οποίο απαλλοτριώνει τις ατομικές δημιουργικές μας ικανότητες για να εκπληρώσει τους στόχους του. Την αναγνώριση της απελευθέρωσης κάθε ατόμου ξεχωριστά να μπορεί να καθορίζει τις συνθήκες ύπαρξης του ή της με ελεύθερη συναναστροφή με άλλους της επιλογής του/της – π.χ. την ατομική και την κοινωνική επανοικειοποίηση της ζωής – σαν το πρωταρχικό στόχο της επανάστασης.

8. Την απόρριψη της ιδεολογίας, δηλαδή, την απόρριψη κάθε προγράμματος, ιδέας, αφαίρεσης, ιδανικού ή θεωρίας που τοποθετείται πριν τη ζωή και τα άτομα σαν ένα κατασκεύασμα προς εξυπηρέτηση. Την απόρριψη επομένως του Θεού, του Κράτους, του Έθνους, της Φυλής κ.τ.λ. αλλά επίσης του Αναρχισμού, του Πριμιτιβισμού, της Ελευθερίας, του Λόγου, του Ατόμου κ.τ.λ. όταν αυτά γίνονται ιδανικά στα οποία κάποιος θυσιάζει τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, τις φιλοδοξίες του, τα όνειρά του. Τη χρήση των ιδεών, θεωρητικών αναλύσεων και την ικανότητα να σκέφτεται λογικά, αφαιρετικά και κριτικά σαν εργαλεία για να πραγματοποιήσει τους στόχους του, για επανοικειοποίηση της ζωής και δράση ενάντια σε οτι στέκεται στο δρόμο αυτής της επανοικειοποίησης. Την άρνηση εύκολων απαντήσεων που έρχονται να λειτουργήσουν σαν παρωπίδες στις προσπάθειες κάποιου να εξετάσει την πραγματικότητα που αντιμετωπίζει για χάρη της συνεχούς αμφισβήτησης και θεωρητικής εξερεύνησης.

Όπως το βλέπω, αυτά είναι που αποτελούνε μια αληθινή ρήξη με την αριστερά. Όπου κάποια από τα παραπάνω λείπει – είτε στη θεωρία είτε στη πράξη απομεινάρια της αριστεράς παραμένουν, και αυτό είναι ένα εμπόδιο στα σχέδια μας για απελευθέρωση. Από τη στιγμή που η ρήξη με την αριστερά βασίζεται στην αναγκαιότητα να ελευθερώσουμε την πρακτική της αναρχίας από τα όρια της πολιτικής, αυτό σίγουρα δεν είναι μια υιοθέτηση της δεξιάς ή κάποιου άλλου τμήματος του πολιτικού φάσματος. Είναι αντιθέτως μια αναγνώριση πως ο αγώνας για τη μετατροπή της ολότητας της ζωής, ένας αγώνας να πάρουμε πίσω τις ζωές μας καθένας από μας ξεχωριστά σε μια συλλογική κίνηση για ατομική πραγμάτωση μπορεί μόνο να παρεμποδιστεί από πολιτικά προγράμματα, “επαναστατικές” οργανώσεις και ιδεολογικές κατασκευές που απαιτούνε την υπηρεσία μας, επειδή αυτές, επίσης όπως το κράτος και το κεφάλαιο, απαιτούνε να δώσουμε τις ζωές μας σ’ αυτά, και όχι να τις πάρουμε στα χέρια μας. Τα όνειρα μας είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από τα στενά όρια των πολιτικών σχημάτων. Είναι καιρός τώρα που αφήνουμε πίσω μας την αριστερά και συνεχίζουμε το κεφάτο δρόμο μας προς το άγνωστο της εξέγερσης και της δημιουργίας γεμάτης και αυτοπροσδιορισμένης ζωής.


http://flying.squat.gr/GR/2012/04/11/greek-wolfi-landstreicher

Nessun commento:

Posta un commento