Αυτό το κείμενο αναφέρεται σε ζητήματα καταστολής καθώς και σε τρόπους σκέψης και δράσης αναρχικών.
Σημειώσεις για τη καταστολή και σχετικά θέματα
Οι
σημειώσεις που ακολουθούν γεννιούνται από μια ανάγκη: εκείνη του από
κοινού προβληματισμού πάνω στην τρέχουσα κατάσταση για να βρεθεί το νήμα
για μια πιθανή προοπτική. Αποτελούν τον καρπό διαφορετικών συζητήσεων
στις οποίες είναι αναμιγμένες η κριτική ζυγαριά των περασμένων
εμπειριών, η δυσαρέσκεια για τις πρωτοβουλίες της τρέχουσας πάλης και η
ελπίδα για τις υπάρχουσες δυνατότητες. Δεν είναι η γραμμή μιας ομάδας σε
ανταγωνισμό με μια άλλη. Ούτε έχουν καμιά αξίωση ή ψευδαίσθηση να
καλύψουν τα κενά – της ζωής και των προσχεδιασμένων παθών – σε συμφωνία,
λιγότερο ή περισσότερο επίσημη, πάνω σε κάποιες θέσεις. Αν περιέχουν
δυσάρεστες κριτικές δεν είναι για να μετατραπούν σε αυτοσκοπό αλλά γιατί
πιστεύω πως είναι ακόμη απαραίτητο να λέμε δυσάρεστα πράγματα. Όπως
όλες οι λέξεις σ’ αυτό το κόσμο έτσι και αυτές θα έχουν μια ηχώ μόνο σ’
αυτούς που αισθάνονται μια τέτοια ανάγκη. Εν συντομία, μια μικρή βάση
για κουβέντα ώστε να καταλάβει κάποιος τι μπορεί να κάνει και με ποιον.
«Οφείλουμε να εγκαταλείψουμε όλα τα μοντέλα και να εξετάσουμε τις δυνατότητές μας»
E.A.Poe
Γνωρίζουμε
από εμπειρία πως μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της καταστολής είναι
να σπέρνουν σύγχυση και να ενσταλάζουν τη δυσπιστία στους άλλους όπως
και σε μας τους ίδιους, ή να καθορίζει άκαμπτες προσκολλήσεις σε
ταυτότητες και σε περισσότερο ή λιγότερο παραλυτικές υποψίες. Με αυτή
την έννοια, θα ήταν καλύτερο να εμβαθύνουμε σε ορισμένα προβλήματα, όσο
το δυνατόν νωρίτερα. Ακολουθούνε χρόνια δύσκολα που θα ταρακουνήσουνε
πολλές από τις πρακτικές και πνευματικές μας συνήθειες. Αν είναι αλήθεια
πως η πιο επικίνδυνη προκατάληψη είναι αυτή του να πιστέυεις ότι
κάποιος δεν έχει καμία προκατάληψη, θα μου άρεσε παρ’ όλα αυτά αυτές οι
σημειώσεις να κριθούν για αυτό που λένε χωρίς προκατειλημμένες
ερμηνείες. Μια τέτοια επιθυμία εξηγεί τον τόνο τους και ακόμη και το
στυλ τους.
Ένα μη-κατοικήσιμο σπίτι
Η
συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε μου φαίνεται να είναι εκείνη κάποιας που
οχυρώνει τον εαυτό της μέσα σε τέσσερις τοίχους για να υπερασπιστεί ένα
χώρο μέσα στον οποίο κανείς δεν έχει την επιθυμία να ζήσει. Όλη αυτή η
κουβέντα για άνοιγμα, για διεύρυνση, για συμμαχίες κρύβει το γεγονός πως
υπερασπιζόμαστε ένα κατεδαφισμένο σπίτι σε μια μη-κατοικήσιμη γειτονιά.
Μου φαίνεται πως η μόνη οδός διαφυγής είναι να βάλεις φωτιά στις θέσεις
άμυνας και να βγεις έξω στον ανοιχτό αέρα, αποτινάσσοντας την οσμή της
μούχλας. Αλλά τι σημαίνει αυτό πέρα από τη μεταφορά;
Η
εποχή στην οποία ζούμε είναι τόσο πλούσια σε αποδιοργάνωση που η
ικανότητά μας να ερμηνεύουμε και ακόμη περισσότερο να προεικονίζουμε τα
γεγονότα καταρρέει σαν να στηρίζεται σε χαλίκια. Αν αυτό ισχύει για
όλους τους επαναστάτες, οι οπτικές του κόσμου και τις ζωής βασισμένες σε
αυταρχικά και ποσοτικά μοντέλα έχουν βγει προς τα έξω ιδιαίτερα
κακοποιημένες. Οι διαχειριστές, περισσότερο ή λιγότερο γνώστες αγώνων
άλλων χειρίζονται μόνο άχρηστες πολιτικές αναπαραστάσεις συγκρούσεων ήδη
ειρηνοποιημένων – οι αγώνες που ξεσπάνε μέσα από την ειρηνοποίηση δεν
αφήνουνε χώρο στους διαχειριστές. Η ψευδαίσθηση του κόμματος – σε όλες
τις παραλλαγές της – είναι τώρα πια το πτώμα μιας ψευδαίσθησης.
Η
εξάπλωση, η ευθυγράμμιση και το χώρισμα των δυνάμεων στο πεδίο, στις
μικρές όπως και στις μεγάλες συγκρούσεις, γίνονται όλο και πιο
μυστηριώδεις. Εκείνο που ήταν πάντα το σήμα κατατεθέν μας – μια
ανομοιογενείς και μη αθροιστική οπτική της δύναμης, μια αποστροφή για τη
δικτατορία του Αριθμού – ανταποκρίνεται εν μέρει στις τρέχουσες
κοινωνικές συνθήκες και στις απρόβλεπτες πιθανότητες για ρήξη που αυτές
κρύβουν. Από τις μεταλλάξεις της ίδιας της κυριαρχίας – μέσα από το δικό
της δίκτυο δομών, τεχνολογίας και γνώσης – μέχρι γεγονότα όπως το
τρέχων αντάρτικο στο Ιράκ, μπορούμε να πάρουμε κάποια μαθήματα. Φαίνεται
ξεκάθαρα πως οι συγκρούσεις όλο και λιγότερο συμβαίνουν με τη μορφή της
αναμέτρησης ανάμεσα σε δυο στρατούς ή δυο μέτωπα και όλο και
περισσότερο με τη μορφή μυριάδων εξαπλωμένων και ανεξέλεγκτων δράσεων.
Μια άρχουσα τάξη φτιαγμένη από χιλιάδες κέντρα ζωτικών σημείων ωθεί τους
εχθρούς της να γίνουν απρόβλεπτοι. Έτσι ένας αποκεντρωμένος τρόπος
αντίληψης δράσεων και σχέσεων είναι όχι μόνο πιο ελευθεριακός, αλλά και
πιο αποτελεσματικός απέναντι στα δίκτυα ελέγχου. Αν μια τέτοια
συνειδητοποίηση υπάρχει σε θεωρητικό επίπεδο, δεν καταφέρνουμε πάντα να
τη διατηρήσουμε στις πρακτικές προτάσεις. Από τη μια επιβεβαιώνουμε πως η
εξουσία δεν είναι μια γενική έδρα (αλλά περισσότερο κοινωνικές
σχέσεις), αλλά από την άλλη προτείνουμε προσπάθειες που την απεικονίζουν
ως τέτοια. Θεωρώ πως θα πρέπει να βρούμε τις μορφές δράσης που
ταιριάζουν περισσότερο στα χαρακτηριστικά μας, στις (ποσοτικές και
ποιοτικές) δυνάμεις μας. Δυστυχώς, ακόμη πιστεύουμε πως το να δρας σε
μικρές ομάδες πρέπει απαραίτητα να σημαίνει να δρας απομονωμένα. Αυτός
είναι ο λόγος που, μπροστά στις συλλήψεις συντρόφων και στη γενικευμένη
αύξηση της καταστολής, αναδύονται πάντα οι συνήθεις προτάσεις:
συλλαλητήριο, πορεία κ.τ.λ.. Φυσικά δεν είναι ζήτημα κριτικής αυτών των
μορφών δράσης ως τέτοιες, αλλά η νοοτροπία που τις συνοδεύει συνήθως .
Σε ορισμένα πλαίσια – στην παρούσα φάση, ιδιαίτερα στα τοπικά- η πορεία ή
το συλλαλητήριο ίσως να έχουν τη σημασία τους σαν κομμάτι μια σειράς
προσπαθειών. Αλλά όταν αυτός ο συνδυασμός ποικίλων μορφών δράσεων
λείπει, και κυρίως όταν σκεφτόμαστε στα πλαίσια του στενού κύκλου
συντρόφων, πιστεύω πως η επανάληψη συγκεκριμένων μοντέλων καταλήγει στο
να δημιουργεί μια αίσθηση αδυναμίας και αναπαραγωγής του πασίγνωστου
μηχανισμού των περισσότερο ή λιγότερο αγωνιστικών έτοιμων ραντεβού. Και
εδώ επίσης, υπάρχει ανάγκη για φρέσκο αέρα. Ακόμη και αν οργανωθούμε με
άλλους εκατό, αν θέλουμε μπορούμε να παρέμβουμε με ενδιαφέροντες τρόπους
σε σχετικά τεράστιες πορείες. Αλλά αν υπάρχουν μόνο εκατό και αυτό
είναι όλο, ας ρωτήσουμε, γιατί μια πορεία; Τι μπορούν να κάνουν εκατό
σύντροφοι σε μια πόλη που ξέρουν τα σημεία-κλειδιά καλά; Τι έχουν να μας
διδάξουν όλοι αυτοί οι αγώνες που, σε παγκόσμιο επίπεδο,
ξαναανακαλύπτουν μια παθιασμένη και εν δυνάμει ανατρεπτική χρήση του
αποκλεισμού;
Πολλοί
έχουν επίγνωση πως το πρόβλημα της καταστολής δεν μπορεί να περιορισθεί
μόνο στο περιβάλλον των επαναστατημένων. Η καταστολή, τόσο η άμεση όσο
και η έμμεση, εμπλέκει ακόμα μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Είναι η
απάντηση μιας άρχουσας τάξης που νιώθει τη γη να γλιστρά κάτω απ’ τα
πόδια της, γνωρίζοντας το πόσο μεγάλο γίνεται το κενό ανάμεσα στη γενική
δυσαρέσκεια και τις ικανότητες των ιστορικών υπηρετών της (κόμματα και
συνδικάτα). Χωρίς να εξετάσουμε τους λόγους όλων αυτών εδώ, φτάνει να
πούμε πως οι ανατρεπτικοί μιλάνε τόσο πολύ για τις φυλακές, επειδή είναι
τόσο ευκολότερο να καταλήξουν μέσα, και συγχρόνως, αισθάνονται την
ανάγκη να μην περιορίσουν τους εαυτούς τους, εντός της ολότητας της
ζωής, στην υπεράσπιση των συλληφθέντων συντρόφων τους. Εδώ ξεκινάνε τα
προβλήματα. Αν κανείς δεν καταφέρει να αντιτεθεί στη καταστολή
ανεξάρτητα απ’ το ατομικό, τότε θα καταλήξει ο καθένας να υπερασπίζεται
τους δικούς του φίλους και συντρόφους, αυτούς με τους οποίους μοιράζεται
ιδέες, πάθη και σχέδια – και αυτό είναι αναπόφευκτο. Η αλληλεγγύη
ενάντια στη καταστολή που χτυπά τους επαναστάτες με τους οποίους δεν
έχουμε καμία εγγύτητα πρέπει να διαχωριστεί ξεκάθαρα από τη στήριξη
πολιτικών πλάνων που δεν πιστεύουμε πως αντιτίθενται κάθετα στις
αντί-πολιτικές μας επιθυμίες. Τώρα όσο περιορίζουμε τη σφαίρα των
προσπαθειών μας στους επαναστάτες, τόσο περισσότερο ρισκάρουμε να
δώσουμε ένα χέρι αναβίωσης σε θεωρίες που ήταν ευτυχώς στα χαλάσματα.
Από την άλλη όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η σφαίρα τόσο ευκολότερο φαίνεται
πως είναι να διακρίνεις τα δύο επίπεδα (αυτό της αλληλεγγύης ενάντια,
και αυτό της αλληλεγγύης με, δηλαδή συνενοχή). Επομένως είναι αρκετά
εκπληκτικό πως, παρά την επίγνωση της κοινωνικής και καθολικής εμβέλειας
της κατασταλτικής λεπίδας , η “λύση” που προτείνεται από τις
περισσότερες πλευρές είναι ενότητα δράσης ανάμεσα… στα επαναστατικά
στοιχεία. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν απομονωνόμαστε απλά από το υπόλοιπο των
εκμεταλλευόμενων που αισθάνονται το βάρος του κοινωνικού ελέγχου και της
αστυνόμευσης σαν εμάς, αλλά επιπλέον κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας όσον
αφορά μια σημαντική παράμετρο: μια τέτοια “ενότητα δράσεων” έχει ένα
τίμημα (ίσως όχι άμεσα αν οι σχέσεις τη δύναμης είναι ευνοϊκές, αλλά
σίγουρα μακροπρόθεσμα). Αν αντί για εκατό αναρχικούς, υπάρχουν εκατόν
πενήντα άνθρωποι εμπλεγμένοι σε μια προσπάθεια επειδή συμμετέχουν
πενήντα μαρξιστές-λενινιστές, και για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να
υπογράφουμε μανιφέστα και φυλλάδια γραμμένα σε μια σχετικά αδιαπέραστη
διάλεκτο, είναι αυτό πραγματικά “επέκταση”; Δεν θα ήταν ενδεχομένως πιο
σημαντικό μόνο δέκα άτομα να οργανώνουμε μια προσπάθεια που να
αντιμετωπίζει προβλήματα αντιληπτά από πολλούς και να εκφράζει
περιεχόμενα πιο κοντά στους δικούς μας τρόπους σκέψης και αισθήματα; Όσο
για την αλληλεγγύη που σχετίζεται ειδικά με τους ανθρώπους μέσα,
υπάρχουνε αρκετές διαφορετικές μορφές…
Δεν
θέλω αυτή η στάση να ερμηνευτεί σαν ένα «ιδεολογικό κλείσιμο» ή σαν μια
τάση για ηγεμονία πάνω σε άλλες ομάδες. Ακριβώς για να αποφύγω να
λογοδοτήσω με όρους ακρωνύμιων, βεβιασμένων ιδεολογικών ερμηνειών και
επισημοτήτων, το καλύτερο είναι να διατηρούμε τις προτάσεις μας ευρείς
και καθαρές, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ομάδα ατόμων να δρα ως αντιπρόσωπος,
αλλά η καθεμία που αισθάνεται εμπλεκόμενη να μιλά για τον εαυτό της.
Μετά απ’ αυτό όποιος θέλει να συμμετέχει σαν ίσος ανάμεσα σε ίσους είναι
ευπρόσδεκτος. Αν άλλοι επαναστάτες εφαρμόσουν τις ίδιες μεθόδους θα
είναι καλό για όλους. Υπάρχει μια ατμόσφαιρα συμμαχίας βασισμένη σε
αμοιβαία εύνοια που τη βρίσκω ασφυκτική. Ενωμένα μέτωπα, ενότητα στις
δράσεις ανάμεσα στις επαναστατικές δυνάμεις – πέρα από κάθε συγκεκριμένο
αντικείμενο αγώνα στον οποίο όλοι όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να
συνευρεθούν είτε είναι σύντροφοι είτε όχι – είναι κομμάτι της
υπεράσπισης του μη-κατοικήσιμου σπιτιού, για μένα. Και αυτό άσχετα με το
κατά πόσο αυτοί οι τύποι ίσως να είναι καλοί, σωστοί ή συμπαθητικοί
άνθρωποι. Είναι ζήτημα προοπτικής. Κάποτε απαντώντας στον Bordiga, ο
Malatesta είπε: «Αν όπως ισχυρίζονται οι Μαρξιστές, η διαφορά ανάμεσα σε
μας και σ’ αυτούς δεν είναι τόσο ουσιαστική, αντί να μας κάνουνε να
συμμετέχουμε στις επιτροπές τους, γιατί δεν έρχονται στις δικές μας;» Να
κάνουμε πράγματα μεταξύ αναρχικών τότε; Σε καμία περίπτωση. Να δρούμε
πάνω σε ξεκάθαρα θεμέλια (foundations), ακόμα και σε μικρές ομάδες, αλλά
να απευθυνόμαστε σε όλους τους εκμεταλλευόμενους και τους
δυσαρεστημένους με την κοινωνική φυλακή. Και να συμπεριλαμβάνουμε σε
ό,τι κάνουμε και λέμε – είτε είναι ένας αγώνας ενάντια στους κλίβανους
αποτέφρωσης απορριμάτων, ενάντια στις εξώσεις, είτε για στέγαση- το
πρόβλημα των φυλακών (και συνεπώς των συντρόφων μας μέσα). Να μην
παραθέτουμε ούτε να κολλάμε το «ζήτημα των φυλακών» στο υπόλοιπο, αλλά
να εκθέσουμε τις πραγματικές συνδέσεις στη βάση της κοινής εμπειρίας.
Κάθε αυτόνομος αγώνας αργά ή γρήγορα έρχεται αντιμέτωπος με στη
καταστολή (είτε την αντιμετωπίζει ανοιχτά, είτε υποχωρεί για να την
αποφύγει). Οι καταλήψεις στέγης θέτουνε εξίσου το πρόβλημα της
αστυνομίας, των συμφερόντων που υπερασπίζεται, των γκέτο και των κελιών.
Η κοινωνική αυτο-οργάνωση είναι πάντα αυτο-άμυνα ενάντια στη καταστολή
Κάνοντας άλμα στη καρδιά της ευκαιρίας
Κατά
μια εκτίμηση, έχουμε μια ευκαιρία: την ευκαιρία να παρέμβουμε στις
κοινωνικές συγκρούσεις – παροντικές και επερχόμενες – χωρίς
διαμεσολάβηση. Αν οι ακόλουθοι δεύτερης διαλογής των εξουσιαστικών
δυνάμεων που έχουν καταπνίξει τόσο πολλά ανατρεπτικά κίνητρα βρίσκονται
κουρελιασμένοι με όρους αριθμών και πλάνων, γιατί θα πρέπει εμείς να
τους βοηθήσουμε με τα προβλήματα τους; Γιατί να χάνουμε χρόνο ανάμεσα σε
μούμιες όταν ένας δυνατός άνεμος φυσά; Αυτοί κάνουν πολιτικούς
υπολογισμούς, όχι εμείς. Στην πρακτική εμπειρία θα φανεί ποιος πιστεύει
πραγματικά στην αυτό-οργάνωση. Εμείς βασιζόμαστε σε αυτό.
Mε
τη γενική ρεφορμιστική υποχώρηση, οι λιγοστές πραγματικότητες για τις
αντικαπιταλιστικές και αντιθεσμικές θέσεις είναι σαν φωτιά τη νύχτα –
και έτσι ο πειρασμός να τις κρατήσεις σφιχτά δεμένες στη μια πλευρά
κάποιων οδοφραγμάτων, είναι δυνατός. Αλλά η δύναμη μας δεν είναι εκεί. O
Fourier είπε πως ένα πάθος είναι επαναστατικό αν επιφέρει μια άμεση
αύξηση στην απόλαυση της ζωής. Αυτό μου φαίνεται να είναι το πιο
αξιόπιστο standard. Γνωρίζω από την εμπειρία μου πως διάφοροι νέοι
άνθρωποι έχουν αγκαλιάσει κάποιες αναρχικές πραγματικότητες γιατί έχουν
ανακαλύψει πως με αλληλεγγύη και με το θάρρος των ιδεών τους, ζουν
καλύτερα. Γιατί; Επειδή το βάρος της άνεσης και της δουλειάς δεν είναι
τόσο βαρύ αν το αντιμετωπίσουμε μαζί, επειδή η παράνομη συμπεριφορά
είναι μεταδοτική για αυτούς που αγαπάνε την ελευθερία, επειδή οι σχέσεις
αγάπης χωρίς περιορισμούς μπορούν να είναι πιο ειλικρινείς και
εκπληρωτικές, επειδή στην ένωση της σκέψης και της δράσης όπως είπε η
Simone Weil, η συμφωνία του πνεύματος με το σύμπαν ανανεώνεται. Έπειτα
εδώ είναι ο ενθουσιασμός που θα πρέπει να τροφοδοτήσει τις πρακτικές μας
– ο ενθουσιασμός της σκεπτόμενης ανύψωσης, όχι της ανόητης ελαφρότητας.
Επειδή «το να φέρνεις τον πανικό στην επιφάνεια των πραγμάτων» είναι
συγκλονιστικό επειδή δεν υπάρχει
γιορτή χωρίς ρήξη της πραγματικότητας. Ας αφήσουμε ορισμένες λέξεις των
λυπημένων ………… σε άλλους και ας αποφύγουμε τις μεθόδους που η εξουσία
γνωρίζει και περιμένει.
Δεν
θα καταφέρουμε να διασχίσουμε το ποτάμι στο οποίο βρισκόμαστε τώρα με
μεμονωμένες προσπάθειες, όσο καλές και να είναι. Θα ήταν καλύτερο να
πούμε πως θα πάρει αρκετό καιρό. Να βρούμε εγγύτητα, να πειραματιστούμε
με καινούριες διαρθρωμένες και ευφάνταστες μορφές συλλογικής δράσης, να
κοροϊδέψουμε τον αστυνομικό έλεγχο, αυτές είναι δυνατότητες που μπορούμε
να επαναεφεύρουμε ανάμεσα σε χιλιάδες εμπόδια. Κάποιος ίσως να
απαντήσει “Ναι αλλά στο μεταξύ υπάρχουν σύντροφοι μέσα, η καταστολή μας
ακολουθεί”. Όμως, δεν είναι το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσαμε να
αναλάβουμε για τους φυλακισμένους συντρόφους, να κάνουμε αυτές τις
απαιτήσεις για ζωή, για τις οποίες αυτοί κρατούνται, να γίνουν κοινωνικά
επικίνδυνες. Υπό αυτή την έννοια είναι άχρηστο να κοιτάμε μέσα σε
πολιτικούς καθρέφτες που μας λένε πως δεν είμαστε γυμνοί. Καλύτερα μια
συνειδητή γύμνια από οποιοδήποτε ρούχο πλεγμένο από αυταπάτες. Καλύτερα
να ξεκινήσεις ξανά από την αρχή, μακριά από τη δυσωδία των πτωμάτων και
των ιδεολογικών σκουπιδιών, ακατανόητων στους ανεπιθύμητους αυτού του
κόσμου.
Επομένως
από τόσες πολλές πλευρές, υπάρχει μια ανάγκη για ένα δυνατό ρήγμα που
φέρνει ανήκουστες συμπεριφορές σε ατομικές σχέσεις όπως και στις
δημόσιες πλατείες. Όχι με μια δραματική και αυτό-προωθητική έννοια
προτιμούμενη ως είδος με μια καλλιτεχνική πινελιά – σαν διαβόητο πτώμα –
αλλά με την έννοια μια νέας ανάγκης για ζωή που επιβεβαιώνει τον εαυτό
της χωρίς ντροπή. Υπάρχει ανάγκη για ταξικό μίσος που δεν ξέρει πως να
ερμηνεύσει τα παλιά παράπονα, και επιτίθεται στους χιλιάδες κόμπους της
καθημερινής εκμετάλλευσης. Υπάρχει ανάγκη για μια ηθική ένταση που ποτέ
δεν μπερδεύει καταπιεστές και καταπιεσμένους και που δεν σπαταλά την
ανάσα της ενάντια στους σκλάβους της εξουσίας – επειδή επιζητά να
απελευθερωθεί απ’ αυτούς, ακόμα και με βία, αλλά προκειμένου να
ξεπεράσει τα όριά της. Υπάρχει ανάγκη για μια νέα γενναιοδωρία,
οπλισμένη και αποφασιστική, ικανή να ανατρέψει τους υπολογισμούς των
καταστηματαρχών των ημερών μας, ικανή να περιφρονήσει μια ατομική και
κοινωνική συμπεριφορά που σχετίζεται με τα λεφτά. Εν συντομία υπάρχει
μια ανάγκη να βρούμε νέους τρόπους να εκφράσουμε την ανυπόφορη
πραγματικότητα αυτού του κόσμου – των δουλειών του και των σπιτιών του,
της κατανάλωσης και της ηθικότητάς του – καθημερινά, συνεχόμενα,
ακόρεστα. Ο κοινωνικός πόλεμος παίζει στις ζωές μας επειδή βρίσκεται στη
καθημερινότητα που το κεφάλαιο υφαίνει τον ιστό της αλλοτρίωσης, της
εξάρτησης, των μεγάλων και μικρών συνθηκολογήσεων. Εδώ είναι το άλφα και
το ωμέγα της κοινωνικής ανατροπής.
Μην πεις πως είμαστε λίγοι
Πες
μόνο πως είμαστε. Μ΄ αυτά τα λόγια ξεκινούσε ένα αντί-μιλιταριστικό
αυτοκόλλητο πριν πολλά χρόνια. Έπειτα συνέχιζε λέγοντας πως ήταν μόνο
μερικά μαύρα σύννεφα που σκοτείνιαζαν τον ουρανό. Αυτό δεν ήταν απλά ένα
τέχνασμα αισιοδοξίας, αλλά επίσης μια αληθινή εμπειρία.
Εδώ
και αρκετά χρόνια – τουλάχιστον δεκαπέντε – στο αναρχικό κίνημα της
άμεσης δράσης (αυτό που είναι αυτόνομο από την Ομοσπονδία και από
συνδικαλισμό, για να το ξεκαθαρίζουμε αυτό) έχει δοθεί σε γενικές
γραμμές λίγη προσοχή σε κοινωνικές συγκρούσεις και σε περισσότερο ή
λιγότερο σημαντικές μορφές της αυτό-οργάνωσης των εκμεταλλευόμενων.
Εκτός από τους ιστορικούς λόγους (τη μεγάλη ειρήνευση των 80’s), αυτό
οφείλεται σε ένα πρόβλημα πνευματικής στάσης. Πολλοί σύντροφοι που
μιλούσαν για εξέγερση – ένα αναμφισβήτητα κοινωνικό γεγονός –
αντιλαμβανόταν την κοινωνία σαν ένα χώρο κατοικούμενο σχεδόν εξ
ολοκλήρου από τους δουλοπρεπείς και τους παραιτημένους. Έτσι με μια
τέτοια οπτική παραμένουν αιωρούμενοι ανάμεσα σε διακηρύξεις αρχών και
στην αποτελεσματική τους εμπειρία: διστακτικοί σε σχέση με μια ανοιχτά
μοναχική εξέγερση, αργοί να ανοίξουν τη πόρτα σε συλλογικές δυνατότητες.
(Ποιος ξέρει ίσως αυτό να είναι που δίνει ζωή σε μια κάποια έχθρα που
έχει ξεχυθεί στις φιλονικίες μεταξύ συντρόφων). Παραπλεύρως αυτής της
χαμηλής ευαισθησίας σε αγώνες που διαπερνούνε ογκώδεις οροσειρές – αλλά
που παρ’ όλα αυτά προέρχονται από ογκώδεις οροσειρές – έχει αναπτυχθεί
μια κάποια ικανότητα για αυτόνομη παρέμβαση με μια σημαντική εξάπλωση
πρακτικών επίθεσης ενάντια στις δομές κυριαρχίας (ανάμεσα τους η
πυρηνική βιομηχανία, ο στρατός, τράπεζες, εξοπλισμός τεχνολογικού
ελέγχου και εργαστήρια ζωοτομίας). Τώρα κάτι αλλάζει, σαν μία μπερδεμένη
ατομική ανάγκη να συνάντησε νέες κοινωνικές συνθήκες, και απ’ αυτό
έρχονται οι σύντροφοι που μιλάνε απρόσμενα για ταξικό αγώνα, ίσως ακόμα
και να παίρνουν δανεικές ερμηνείες και ορολογία από το μαρξισμό. Αυτό
που συμβαίνει είναι πως συχνά, εκτός από τη ρητορική των φέιγ βολάν, η
οπτική τους για την κοινωνία παραμένει η ίδια: εν συντομία πως
περιβαλλόμαστε απ’ όλες τις πλευρές από συνενόχους της εξουσίας. Πιστεύω
πως μια έλλειψη εμπειρίας σε άμεσα βιωμένους και υποκινούμενους
κοινωνικούς αγώνες παίζει μέγιστο ρόλο σε όλα αυτά. Έχουν υπάρξει
κάποιες τοπικές προσπάθειες χωρίς όμως ακόμα να προσεγγίζουν τυπικές
θεσμικές δυσκολίες διευρυμένων συγκρούσεων. Για άλλη μια φορά και πάλι,
βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι. Κάποιος πρακτικός αντικατοπτρισμός έχει
γεννηθεί στη βάση των ποικίλων αποκλεισμών που έχουν γίνει από εργάτες
και άλλους. Πολλοί από μας έχουν βάλει τον εαυτό τους σ’ αυτό, ζητώντας
πολλά περισσότερα απ’ αυτούς τους αγώνες απ’ ότι αυτοί θα μπορούσαν να
εκφράσουν – ασφαλείς έπειτα να κάνουν αναστροφή και να παραπονεθούν για
τη δουλικότητα των εκμεταλλευμένων. Άλλες περιπτώσεις ούτε πρόκειται να
λείψουν, ούτε μεγαλύτερη προσοχή από μέρους μας πρόκειται να λείψει.
Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό.
Νομίζω
πως δεν είναι ακόμα αυτός ο καιρός για να εγκαταλείψουμε τη γεύση της
άμεσης δράσης σε μικρές ομάδες. Απλά θα ήταν καλύτερα να συνδεόταν με
κοινωνικά περιεχόμενα, με αντιληπτή δυσαρέσκεια. Πόσες ευκαιρίες έχουμε
χάσει ( από τη Γένοβα, κατά τη διάρκεια των αποκλεισμών των τρένων του
θανάτου, μετά τη Νassiriya, κατά τη διάρκεια του Cap Anamur, κ.τ.λ.); Ο
χρόνος είναι το στοιχείο στο οποίο τα ανθρώπινα όντα ζούνε, και η
εξέγερση είναι φτιαγμένη από ευκαιρίες. Θα πρέπει να μελετήσουμε τις
δυνατότητές μας καλύτερα, αντί να κυνηγάμε τις ουρές μας. Προφανώς
υπάρχουν μερικές ανώτερες εξαιρέσεις (ποικίλες δράσεις μετά τη Γένοβα,
άλλες ενάντια στη βιοτεχνολογία ή τους μηχανισμούς εκδιώξεων, κάποια
σαμποτάζ ενάντια στο πόλεμο, κ.τ.λ.) αλλά ήταν σποραδικές περιβαλλόμενες
από την οχλοβοή που προκαλείται από άχρηστη ρητορική, από διακηρύξεις
σαν φύλλο στον άνεμο και από μία πρακτική (και ηθική) διάκριση από την
οποία λείπει εξ ολοκλήρου η ευκρίνεια για το ποιοι είναι οι εχθροί.
Ακριβώς σε μια στιγμή που αυτή η ευκρίνεια είναι απαραίτητη εν όψει της
αδιάκριτης βίας που όλο και πιο συχνά λαμβάνει χώρα στις στιγμές
αντίστασης και δυνητικής απελευθέρωσης των καταραμένων της γης. Αυτοί
που συνεχώς επαναλαμβάνουν πως η καλύτερη θεωρία είναι η πρακτική, αλλά
έπειτα εναποθέτουν πολλά από αυτά που κάνουν στην τύχη, χρειάζονται
ιδιαίτερα αυτή την ευκρίνεια. Ίσως τυφλωμένοι από τις παρενέργειες του
θεάματος, είτε εμπιστευόμαστε πολύ λίγο τις συνέπειες των δράσεων μας
(επιτρέποντας στους εαυτούς μας να βαλτώσουν) είτε απ’ την άλλη
υπερβάλλουμε τη σημασία τους (επιτρέποντας τους εαυτούς μας να πιαστούν
στις αυταπάτες των media). Υπάρχουν αποτελέσματα που συνεχίζουν να
παράγουν τα αίτια τους.
Tο σπουδαίο παιχνίδι
Μου
φαίνεται πως το σπουδαίο παιχνίδι έγκειται στην ικανότητα να ενώνεις
ένα συγκεκριμένο ποσό καθημερινής τόλμης (το να διαλύεις τη κοινωνική
κανονικότητα είναι παντού δυνατό από τις δημόσιες αντιπαραθέσεις έως τα
πανηγύρια της κατανάλωσης και της πολιτιστικής έκπληξης, από τη δουλειά
έως την παράνοια του ελέγχου) με την ετοιμότητα για δράση όταν η στιγμή
είναι ευνοική. Για να είμαστε καταλύτες της χαράς της ζωής και όχι
Κασσάνδρες της μελλοντικής κατάρρευσης του καπιταλισμού. Επειδή η
ανώνυμη και καταστρεπτική δράση εκφράζει τη κατασκευή μιας ζωής που δεν
είναι ανώνυμη. Πολύ αόριστο; Φυσικά και δεν μπορεί να είναι αλλιώς.
Όντας το πιο σοβαρό παιχνίδι, το ματς μας αφορά όλους. Το πιο σίγουρο
είναι ότι θα υπάρχουν δυσκολίες, δεδομένης της προοδευτικής απώλειας
αυτόνομων χώρων, τραγικά διαβρωμένα από το παρόν κοινωνικό σύστημα και
τα πολλά τεχνολογικά ναρκωτικά του. Κι όμως, τα όρια βρίσκονται συχνά,
πάνω απ’όλα, στην αποφασιστικότητα και τη φαντασία μας, οι οποίες
αντισταθμίζονται, όπως και εμείς, από το βάρος της συνήθειας στις
χειρονομίες, στα λόγια και στις σχέσεις μας. Μια ευρύτερη συνάντηση
ανάμεσα σε ποικίλες τοπικές πραγματικότητες θα μπορέσει να υπάρξει από
τα σχετικά αυτόνομα μονοπάτια σε σκέψη και αγώνα όχι από συσσώρευση
δυνάμεων υπαγορευμένη από επείγουσα ανάγκη. Έτσι η συζήτηση δεν θα είναι
ένας άνευ συναισθήματος χορός φράσεων, αλλά η ευκαιρία να μάθει ο ένας
από τον άλλον, ώστε να φτάξουν επιτέλους τον τρόπο ζωής τους, δηλαδή
τους αμοιβαίους κόσμους, την επικοινωνία. Έπειτα η εμπιστοσύνη και ο
ενθουσιασμός θα βρεθούνε ξανά και κάτι που μοιάζει με κοινή εμπειρία θα
γεννηθεί.
Εξέγερση είναι εκεί που η ανύψωση και η αυστηρότητα συναντιούνται.
Ένας φίλος του Lud
Σεπτέμβριος 2004
Nessun commento:
Posta un commento